[Verse 1]
Όσο πιο πολύ φοβάμαι, ελεγχόμενος θα 'μαι
Ονειρεύομαι τα εύκολα, μα όλο με ξυπνάνε
Γεμίσαμε ανάγκες, πιο πολύ φυτευτές
Τόσο που δεν ξεχωρίζουμε τις πραγματικές
Ζούμε καλοκουρδισμένοι, σαν ρολόγια ακριβά
Σε μια τσίλικη βιτρίνα, απ' τη μέσα μεριά
Αναρωτιούνται οι φίλοι σου, τους λες «είμαι καλά»
Σε βλέπουν μέρα μεσημέρι έξω απ' το ΚΕΘΕΑ
Δεν ανακατεύομαι τι κάνεις στη ζωή σου
Σήκωνε το κινητό τουλάχιστον στην αδερφή σου
Μια καλή ρουτίνα προσπαθούμε να βρούμε
Κι όταν τη βρούμε, λες και αδιαφορούμε...
Μας τρώει το σαράκι πριν ακόμα γεννηθούμε
Κι αυτοκαταστρεφόμαστε μπας και εξιλεωθούμε
Ανία, βιβλία, μια γνωστή μυρωδιά
Που 'χει γίνει αδιάφορη κι ο μήνας 9
Έχεις ανθρώπους που δεν έβλεπες και ποιος σου φταίει;
Με βλέμμα καθαρό και ζεστασιά που σε καίει
Υποσχέσου μου πως θα 'σαι δίπλα μου όταν πέσω
Για να 'χω ακόμα κάτι καλό να καταστρέψω
[Chorus]
Η μοναξιά είναι τέχνη, κανείς δε σ' τη μαθαίνει
Φωνάζει στην αρχή αλλά γρήγορα σωπαίνει
Στην απελπισμένη της πόλης μεριά
Την ξέρουνε καλά, τη χαιρετάνε συχνά
[Chorus]
Η μοναξιά είναι τέχνη, κανείς δε σ' τη μαθαίνει
Φωνάζει στην αρχή αλλά γρήγορα σωπαίνει
Στην απελπισμένη της πόλης μεριά
Την ξέρουνε καλά, τη χαιρετάνε συχνά
[Verse 2]
Στην αυλόπορτα του ξένου, του παρεξηγημένου
Έχουνε τα όνειρά μας τα μάτια του προδομένου
Αγαπήσαμε τις αλυσίδες μας με τον καιρό
Κι αν θέλεις να σου τραγουδήσω, βάλε ουίσκι παλιό
Γυρνάμε σπίτια μας απ' τις δουλειές τσαλακωμένοι
Να μαλώσουμε με κάποιον ή και με τον καθρέφτη
Στον κόσμο τον στραβών ψάχνουμε μια ευθεία
Εγνατία και χαραμισμένης νιότης γωνία
Γκρίζα χρώματα, αιτήσεις για επιδόματα
Σεξ με ανασφαλείες και γυμνασμένα σώματα
Πάνω απ' τα κεφάλια μας μονάχα ο ουρανός
Γύρω... γύρω μας μόνο χαρακώματα
Γυφτάκια στα εξώφυλλα στίχων ματωμένων
Η μουσική είναι τ' όπιο των καταραμένων
Βολευόμαστε μ' ανθρώπους για να μην είμαστε μόνοι
Κι αυτή είναι η συνήθεια που τελικά μας στοιχειώνει
Ένας δαίμονας από μικρό παιδί με κυνηγάει
Δε μ' αφήνει ν' ανοιχτώ, ζηλεύει και του τη σπάει
Με γεμίζει αμφισβήτηση και υποχωρώ
Γιατί του 'χω αδυναμία του μπαγάσα κι εγώ
Προσπαθώ να μη με παραμυθιάσουν καθώς
Είμαι μόνος ενώ δεν είμαι μοναχικός
Κι αν θες να το παραδεχτώ, όταν γράφω δακρύζω
Έχω ταχυπαλμίες και τα σιγοψιθυρίζω
Τα λέω μιά, δυό, τρεις, συνηθίζω τα συναισθήματα
Και μετά τα τραγουδάω σαν συνθήματα
Μα αν με ρωτήσει ο γιός μου «Τι κατάφερες, ρε γέρο;»
Θα κοιτάξω τη μαμά του, τι να πω δεν θα ξέρω
Μίλησα για φτώχεια, έρωτες και χασίς
Κι από το να μη με νιώθαν, ας μην τ' άκουγε κανείς
Μίλησα για τη Μεσόγειο και για την ομορφιά της
Δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεχάσω τη ματιά της
Γοητεύομαι από την ουτοπία του ονείρου
Μα η απέναντη ακόμα ουρλιάζει στα παιδιά της
[Chorus]
Η μοναξιά είναι τέχνη, κανείς δε σ' τη μαθαίνει
Φωνάζει στην αρχή αλλά γρήγορα σωπαίνει
Στην απελπισμένη της πόλης μεριά
Την ξέρουνε καλά, τη χαιρετάνε συχνά
[Chorus]
Η μοναξιά είναι τέχνη, κανείς δε σ' τη μαθαίνει
Φωνάζει στην αρχή αλλά γρήγορα σωπαίνει
Στην απελπισμένη της πόλης μεριά
Την ξέρουνε καλά, τη χαιρετάνε συχνά